οἰσύπη
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ἡ, also οἴσῠπος, ὁ,
A the grease extracted from sheep's wool (οἴσυπος· τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος Dsc.2.74, cf. Plin.HN29.10), οἰσύπῃ (v.l. οἴσπῃ, q. v.) προβάτων Hdt.4.187 ; οἰσύπη αἰγός Hp.Mul.2.195 ; used for medicinal purposes, Dsc. and Plin. ll.cc.: —freq. confused with οἰσπώτη (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰσύπη: [ῠ] ἢ οἴσπη, ἡ καὶ οἴσῠπος, ὁ, «τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος» Διοσκ. 2. 84, πρβλ. Πλίν. 29, 10· οἴσπῃ προβάτων (διάφορ. γραφ. οἰσύπῃ) Ἡρόδ. 4. 187· ὡσαύτως τῶν αἰγῶν, οἰσύπη αἰγὸς Ἱππ. 668. 43, Ἐρωτιαν. σ. 282· ― ἦτο ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ, καὶ Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Συχνάκις συγχέεται μετὰ τοῦ οἰσπώτη, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
suint, graisse se trouvant dans la laine des moutons.
Étymologie: DELG sans doute de οἶς, et *σύπη= ???
Greek Monolingual
η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ)
λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο-) και β' συνθετικό μία αμάρτυρη λ. σύπη (πρβλ. οισπώτη)].
Greek Monotonic
οἰσύπη: [ῠ] ή οἴσπη, ἡ, ιδρώτας και λίπος από το μαλλί των προβάτων, σε Ηρόδ.