παραείρω

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείρω Medium diacritics: παραείρω Low diacritics: παραείρω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΡΩ
Transliteration A: paraeírō Transliteration B: paraeirō Transliteration C: paraeiro Beta Code: paraei/rw

English (LSJ)

   A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—Pass., hang on one side, παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341.

German (Pape)

[Seite 478] zsgz. παραίρω (s. ἀείρω), daneben oder dabei heben, φρένας, erheben oder verkebren, Archil. 63; vgl. Opp. Hal. 4, 19; – pass. daneben, an der Seite hangen, schweben, παρηέρθη δὲ κάρη, Il. 16, 341.

Greek (Liddell-Scott)

παραείρω: συνῃρ. παραίρω· αἴρω, ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.

French (Bailly abrégé)

f. παραερῶ, ao. παρήειρα, ao. Pass. παρηέρθην;
lever ou suspendre à côté.
Étymologie: παρά, ἀείρω.

English (Autenrieth)

only aor. pass., παρηέρθη, hung down, Il. 16.341†.

Greek Monolingual

και παραίρω Α
1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.)
2. παθ. παραείρομαι
κρεμιέμαι από το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

παραείρω: συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην, κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.