πάπραξ

From LSJ
Revision as of 15:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάπραξ Medium diacritics: πάπραξ Low diacritics: πάπραξ Capitals: ΠΑΠΡΑΞ
Transliteration A: páprax Transliteration B: paprax Transliteration C: papraks Beta Code: pa/prac

English (LSJ)

ακος, ὁ, a Thracian lake-fish, Hdt.5.16.

German (Pape)

[Seite 466] ακος, ὁ, ein thracischer Sumpfsisch, Her. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πάπραξ: -ακος, ὁ, ἰχθύς τις θρᾳκικῆς λίμνης, Ἡρόδ. 5. 16.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sorte de poisson de Thrace.
Étymologie: DELG sans doute mot thrace.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες της Θράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν
μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ' άλλους, η λ. οφείλεται σε ονοματοποιία από τον υποτιθέμενο ήχο που παράγει το ψάρι, ανάλογη με τον τ. παππάξ και τα βαβάζω, βαβράζω.

Greek Monotonic

πάπραξ: -ακος, ὁ, λιμνόβιο ψάρι στη Θράκη, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάπραξ -ακος, ὁ 'paprax' (Thracische moerasvis).