παρεκπροφεύγω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκπροφεύγω Medium diacritics: παρεκπροφεύγω Low diacritics: παρεκπροφεύγω Capitals: ΠΑΡΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: parekpropheúgō Transliteration B: parekpropheugō Transliteration C: parekprofeygo Beta Code: parekprofeu/gw

English (LSJ)

   A flee forth from, elude one's grasp, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.

German (Pape)

[Seite 513] (s. φεύγω), entfliehen, entgehen, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα, Il. 23, 314, von Kampfpreisen, die dem, der überwunden wird, entgehen.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκπροφεύγω: ἐκφεύγω τινά, ἐκφεύγω τῶν χειρῶν τινος, ἵνα μή σε παρεκπροφύγησιν ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 314.

French (Bailly abrégé)

ao.2 sbj. 3ᵉ sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν;
fuir en passant à côté ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἐκπροφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.

Greek Monolingual

Α
ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

παρεκπροφεύγω: φεύγω μπροστά από, ξεφεύγω, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.