πολύμουσος

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμουσος Medium diacritics: πολύμουσος Low diacritics: πολύμουσος Capitals: ΠΟΛΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: polýmousos Transliteration B: polymousos Transliteration C: polymousos Beta Code: polu/mousos

English (LSJ)

ον,

   A rich in the Muses' gifts, Plu.2.744a; many-sided in art, Luc.Salt.7.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμουσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς δῶρα τῶν Μουσῶν, Πλούτ. 2. 744Α, Λουκ. π. Ὀρχ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cultive les muses avec soin, càd plein de grâce, de science, d’un art exquis.
Étymologie: πολύς, μοῦσα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών
2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].

Greek Monotonic

πολύμουσος: -ον (μοῦσα), πλούσιος σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμουσος -ον [πολύς, μοῦσα] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7.