ῥευστός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευστός Medium diacritics: ῥευστός Low diacritics: ρευστός Capitals: ΡΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: rheustós Transliteration B: rheustos Transliteration C: refstos Beta Code: r(eusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in a state of flux, flowing, ἔργα Emp.121.3; ἡ ὕλη Arist.Fr.207, S.E.P.1.217, Porph.Antr.5; of time flowing away, Ath.Mech.3.10.    2 metaph., fluctuating, unsettled, οὐσία Plu.2.268d; ὀλισθηρὰν καὶ ῥ. εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιοῦντες ib.522a.

German (Pape)

[Seite 838] geflossen, flüssig, übh. nicht fest, dah. übtr. = in steter Bewegung, schwankend, unbeständig, fluxus; ὀλισθηρὰν καὶ ῥευστὴν εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιεῖν, Plut. de curios. 13; καὶ μεταβλητά, Adv. Colot. 16, öfter; ὕλη, S. Emp. pyrrh. 1, 217.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui coule ; fig. fugitif, inconstant.
Étymologie: adj. verb. de ῥέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥευστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό
α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με συνέπεια να είναι δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε σχέση με την άλλη ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, έτσι ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το σχήμα του δοχείου που τά περιέχει
β) διαθέσιμο χρήμα σε μετρητά («η έλλειψη ρευστού έχει μειώσει την κίνηση στην αγορά»)
2. φρ. α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό χωρίς εσωτερική τριβή
β) «μηχανική ρευστών» — η ρευστομηχανική
γ) «ιξώδες τών ρευστών» — ιδιότητα τών ρευστών, ιδίως τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους
(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πνευστός)].