συντανύω

From LSJ
Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰνύω Medium diacritics: συντανύω Low diacritics: συντανύω Capitals: ΣΥΝΤΑΝΥΩ
Transliteration A: syntanýō Transliteration B: syntanyō Transliteration C: syntanyo Beta Code: suntanu/w

English (LSJ)

   A = συντείνω, stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ bringing together the strands of many matters in small compass, Pi.P.1.81.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰνύω: συντείνω, τανύω ὁμοῦ, πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ, περιλαβὼν τὰς ἐκβάσεις πολλῶν γεγονότων ἐντὸς μικρᾶς περιοχῆς, συντεμὼν εἰς ἓν καὶ συμπλέξας αὐτάς, Πινδ. Π. 1. 158.

French (Bailly abrégé)

c. συντείνω.
Étymologie: σύν, τανύω.

English (Slater)

συντᾰνῠω
   1 stretch, bring together πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ (P. 1.81)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) τεντώνω κάτι μαζί με άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τανύω «τείνω, τεντώνω»].

Greek Monotonic

συντᾰνύω: μέλ. -ύσω [ῠ], = συντείνω, τεντώνω μαζί· πολλῶν πείρατα συντανύσαις (Δωρ. αντί -ύσας), αυτός που ανακεφαλαιώνει τις εκβάσεις πολλών συμβάντων και οδηγείται σε ένα συμπέρασμα συμπλέκοντάς τις, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰνύω [σύν, τανύω] bijeenbrengen. Pind. P. 1.81.