τερπικέραυνος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερπῐκέραυνος Medium diacritics: τερπικέραυνος Low diacritics: τερπικέραυνος Capitals: ΤΕΡΠΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: terpikéraunos Transliteration B: terpikeraunos Transliteration C: terpikeravnos Beta Code: terpike/raunos

English (LSJ)

ον,

   A delighting in thunder, epith. of Zeus, Il.1.419, al., Hes.Op.52.

German (Pape)

[Seite 1094] donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.

Greek (Liddell-Scott)

τερπῐκέραυνος: -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la foudre, ou mieux qui lance la foudre.
Étymologie: τέρπω ou τρέπω, κεραυνός.

English (Autenrieth)

delighting in thunder, epith. of Zeus.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι- του τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή του α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)].

Greek Monotonic

τερπῐκέραυνος: -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.