Χῖος

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χῖος Medium diacritics: Χῖος Low diacritics: Χίος Capitals: ΧΙΟΣ
Transliteration A: Chîos Transliteration B: Chios Transliteration C: CHios Beta Code: *xi=os

English (LSJ)

α, ον, (contr. from Χίιος)

   A of or from Chios, Χῖαι [κρηπῖδες] Hp.Art.62, cf. Aristomen.11, etc.; σύκινα PCair.Zen.33.12 (iii B. C.); Χ. ἀοιδός, i. e. Homer, Theoc.7.47; χ. ἄνθρωπος D.35.52: prov., Χῖος δεσπότην ὠνήσατο 'caught a Tartar', Eup.269.    b esp. οἶνος Χ. Ar.Ec.1139: freq. without οἶνος, Id.Fr.216.3, etc.; ἐν ἀκρήτῳ Χίῳ AP7.422 (Leon.).    2 as Subst., Χῖοι or οἱ Χῖοι the Chians; without Art., Hdt.1.142, Th.1.19, 3.32, etc.; with Art., Id.8.15,22, etc.    II ὁ Χῖος (sc. βόλος), = κύων v1, the worst throw of the dice (cf. χιάς), i. e. the external face of the ἀστράγαλος (Ruf.Oss. 38), with the ace-dot, opp. Κῷος (q. v.), Χῖος παραστὰς Κῷον οὐκ ἐᾷ λέγειν Stratt.23, cf. Arist.Cael.292a29, AP7.422 (Leon.), Poll. 7.204, 205, Zen.4.74: hence prov., Χῖος πρὸς Κῷον ibid. (in Arist. HA499b29 χῖα is cj. for ἰσχία, κῷα for κῶλα).    2 οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, v. Κέως.    III Χία, ἡ, = μαστίχη, Gloss.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
originaire de Chios : οἱ Χῖοι, ou sans art. Χῖοι, les habitants de Chios ; Χία ναῦς, d’où subst. ἡ Χία, vaisseau de Chios.

English (Slater)

Χῑος (?) v. Ὅμηρος test., fr. 264; v. ὠαρίων test., fr. 72.

Greek Monotonic

Χῖος: ,-α, -ον (συνηρ. αντί Χίιος
I. 1. Χιώτης, αυτός που ανήκει ή κατάγεται από τη Χίο, Χῖος ἀοιδός, δηλ. ο Όμηρος, σε Θεόκρ.· Χῖος οἶνος, σε Αριστοφ.· ομοίως, Χῖος μόνο του, σε Ανθ.
2. ως ουσ., Χῖοι, οἱ, οι κάτοικοι της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
II.χῖος (ενν. βόλος), το χειρότερο ρίξιμο των κύβων, το «ασσό-δυο» καλείται Χῖος, αντίθ. προς το Κῷος· για το οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, βλ. Κέως.

Russian (Dvoretsky)

Χῖος: хиосский (ναῦς Thuc.; ἄνθρωπος Dem.; οἶνος Arph.): Χ. ἀοιδός Theocr. = Ὃμηρος.