κενεαυχής

From LSJ
Revision as of 12:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεαυχής Medium diacritics: κενεαυχής Low diacritics: κενεαυχής Capitals: ΚΕΝΕΑΥΧΗΣ
Transliteration A: keneauchḗs Transliteration B: keneauchēs Transliteration C: keneafchis Beta Code: keneauxh/s

English (LSJ)

ές, (αὔχη)

   A vain-glorious, κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230; κενεαυχέα πλοῦτον AP7.117 (Zenod.), cf. POxy.1015.19 (v.l.):— later κεναυχής, ές, Plu.2.103e; τὸ κ. κάλλος AP12.145.

German (Pape)

[Seite 1416] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.

Greek (Liddell-Scott)

κενεαυχής: -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, κενόδοξος, μάταιος, κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, κεναυχής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. κεναυχής.

English (Autenrieth)

ές (αὐχέω): emptily or idly boasting, Il. 8.230†.

Greek Monolingual

κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)
αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αυχής, πολυ-αυχής].

Greek Monotonic

κενεαυχής: -ές (αὐχή), κενόδοξος, μάταιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κενεαυχής: Hom., Diog. L. = κεναυχής.