παραδράω

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδράω Medium diacritics: παραδράω Low diacritics: παραδράω Capitals: ΠΑΡΑΔΡΑΩ
Transliteration A: paradráō Transliteration B: paradraō Transliteration C: paradrao Beta Code: paradra/w

English (LSJ)

   A to be at hand, serve, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ep. for -δρῶσι) Od.15.324.

German (Pape)

[Seite 477] Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.

Greek (Liddell-Scott)

παραδράω: ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. ὑποδράω, παραδιακονέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
3ᵉ pl. sbj. épq. παραδρώωσι;
être serviteur, servir.
Étymologie: παρά, δράω.

English (Autenrieth)

3 pl. παραδρώωσι: perform in the service of; τινί, Od. 15.324†.

Greek Monotonic

παραδράω: Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

παραδράω: работать (на кого-л.), прислуживать (τινι Hom.).