περίθεσις

Revision as of 01:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A putting round, putting on, ἐκ περιθέσεως in the act of application, Heraclasap. Orib.48.12.1; π. χρυσίων 1 Ep.Pet.3.3; βρόχου Philum.Ven.7.8; στραγγάλης S.E.P.3.15: pl., π. πλοκαμίδων J.AJ 19.1.5; κωνωπίων Sor.1.85.

German (Pape)

[Seite 577] ἡ, das Herumsetzen, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

περίθεσις: -εως, ἡ, τὸ περιτιθέναι, ἐπιτιθέναι, περιβάλλεσθαι, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2.15, 1, Ἐπιστ. Πέτρ. 3.3· ἴδε λέξ. ἐν περίθετος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de placer autour.
Étymologie: περιτίθημι.

English (Strong)

from περιτίθημι; a putting all around, i.e. decorating oneself with: wearing.

English (Thayer)

περιθέσεως, ἡ (περιτίθημι), the act of putting around (περί, III:1) (Vulg. circumdatio (A. V. wearing)): περιθέσεως χρυσίων κόσμος, the adornment consisting of the golden ornaments wont to be plied around the head or the body, Arrian 7,22), Galen, Sextus Empiricus, others.)

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α περιτίθημι
το να περιτίθεται, να τοποθετείται κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο («καὶ περιθέσεως χρυσίων», ΚΔ).

Greek Monotonic

περίθεσις: -εως, ἡ, περιβολή, επίθεμα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περίθεσις: εως ἡ1) накидывание, набрасывание (στραγγάλης Sext.);
2) надевание (χρυσίων NT).