περιπορεύομαι Search Google

From LSJ
Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

   A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7 ; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.).    II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20 ; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4 ; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.

German (Pape)

[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.

Greek Monolingual

Α
1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο
2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)
3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο
4. (με αιτ. του τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.).

Greek Monotonic

περιπορεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., ταξιδεύω ή περιοδεύω σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

περιπορεύομαι: 1) ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.;
2) обходить, объезжать (τοὺς ναούς, τὴν πόλιν κύκλῳ Polyb.).