πλάδη
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = πλάδος, Emp.75, Suid.s.v. πλαδαρόν (pl.).
German (Pape)
[Seite 623] ἡ, = πλάδος, Empedocl.
Greek (Liddell-Scott)
πλάδη: ἡ, = πλάδος, Ἐμπεδ. παρὰ Σιπλικ., Σουΐδ. ἐν λέξ. πλαδαρός.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαδῶ].
Russian (Dvoretsky)
πλάδη: (ᾰ) ἡ насыщенность влагой, влажность Emped.