προεπαφίημι

From LSJ
Revision as of 02:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπαφίημι Medium diacritics: προεπαφίημι Low diacritics: προεπαφίημι Capitals: ΠΡΟΕΠΑΦΙΗΜΙ
Transliteration A: proepaphíēmi Transliteration B: proepaphiēmi Transliteration C: proepafiimi Beta Code: proepafi/hmi

English (LSJ)

   A send forward against the enemy, Luc.Tox. 54.

German (Pape)

[Seite 721] (s. ἵημι), vorher gegen Einen abschicken, Luc. Tox. 54.

Greek (Liddell-Scott)

προεπαφίημι: ἐπαφίημί τι ἐναντίον τινός, προεπαφέντες τὸ ἱππικὸν Λουκ. Τόξ. 54.

French (Bailly abrégé)

f. προεπαφήσω, ao. προεπαφῆκα, etc.
lancer en avant ou d’avance contre qqn.
Étymologie: πρό, ἐπαφίημι.

Greek Monolingual

Α ἐπαφίημι
στέλνω κάποιον εκ τών προτέρων εναντίον άλλου.

Greek Monotonic

προεπαφίημι: στέλνω από πριν εναντίον του εχθρού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προεπᾰφίημι: (против кого-л.) высылать вперед (τὸ ἱππικόν Luc.).