προοικοδομέω
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
A build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.
German (Pape)
[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.
Greek (Liddell-Scott)
προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προοικοδομέω: заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη πηγή Luc.).