συνεκφωτίζω

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκφωτίζω Medium diacritics: συνεκφωτίζω Low diacritics: συνεκφωτίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΦΩΤΙΖΩ
Transliteration A: synekphōtízō Transliteration B: synekphōtizō Transliteration C: synekfotizo Beta Code: sunekfwti/zw

English (LSJ)

   A join in illuminating, Plu.2.806a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.

French (Bailly abrégé)

éclairer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.

Greek Monolingual

Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].

Greek Monolingual

Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεκφωτίζω: вместе или друг друга освещать, взаимно озаряться Plut.