γόγγρος

From LSJ
Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόγγρος Medium diacritics: γόγγρος Low diacritics: γόγγρος Capitals: ΓΟΓΓΡΟΣ
Transliteration A: góngros Transliteration B: gongros Transliteration C: goggros Beta Code: go/ggros

English (LSJ)

ὁ,

   A conger-eel, Antiph.26.12, Alex.15.15, Arist.HA571a28, etc.    II tubercular disease in olive-trees, Thphr.HP1.8.6.

German (Pape)

[Seite 500] ὁ, 1) ein Meeraal, conger, Arist. H. A. 8, 2. 13; Opp. H. 1, 521; öfter Ath. bes. VII, 288 c ff – 2) Knorren an Bäumen, Theophr. H. Pl. 1, 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

γόγγρος: ὁ, ἔγχελυς τῆς θαλάσσης, Λατ. conger, Ἄλεξ. Ἑπτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 6, κτλ.· ἐντεῦθεν ὑποκορ. γογγρίον, τό Σχόλ. Ὀππ. IΙ. ἔκφυσίς τις τῶν δένδρων, ῥόζος, Θεόγρ. Ι. Φ. 1. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
congre, poisson.
Étymologie: DELG rien de sûr ; cf. γράω selon étym. pop. antique.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 ict. congrio en prescripciones dietéticas, Hp.Mul.2.115, Mnesith.Ath.38.8, Diph.Siph. en Ath.355d, cotizado en gastronomía, Hedyl.1501P., Archestr.SHell.149.1, en rel. a sus características físicas, Arist.PA 696a4, HA 489b26, 507a11, 571a28, buscado por las gaviotas por la viscosidad de su piel, D.P.Au.2.6, ref. a su enemistad con la murena, Ael.NA 5.48, cf. Epich.37, Sophr.94, Antiph.27.12, Alex.15.15, Euph.50, Plu.2.182f, 668c, Artem.2.14.
2 agr. agalla del olivo y otros árboles, Thphr.HP 1.8.6, Gal.17(2).38.

• Etimología: Quizá término popular deriv. de γογγύλος por alusión a la forma redondeada.

Greek Monolingual

ο (AM γόγγρος)
τελεόστεος ιχθύς, χέλι της θάλασσας, μουγγρί
αρχ.
ρόζος στον φλοιό τών δέντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. γογγύλος
ανάγεται σε υποθετικό γογγρός «στρογγυλός»].

Russian (Dvoretsky)

γόγγρος: ὁ зоол. угорь Arst., Plut.