ἔσκον
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
Ep. and Ion. impf. of εἰμί
A sum (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1042] impf. von εἰμί, ich war, Il. 7, 153 u. öfter; ἔσκε, er war, Hom., Her.; Aesch. Pers. 648 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσκον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. παρατ. τοῦ εἰμί, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Η 153· λίαν συχν. ἐν τῷ γ΄ προσ. ἔσκε, οὐδέποτε ἐν τῷ β΄ ἔσκες.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. impf. épq. de εἰμί.
English (Autenrieth)
see εἰμί.
Greek Monolingual
ἔσκον (Α)
ιων. και επικ. τ. πρτ. του ρ. εἰμί.
Greek Monotonic
ἔσκον: Επικ. και Ιων. παρατ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔσκον: эп.-ион. (= ἦν) 1 л. sing. impf. к εἰμί.