κίφος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίφος Medium diacritics: κίφος Low diacritics: κίφος Capitals: ΚΙΦΟΣ
Transliteration A: kíphos Transliteration B: kiphos Transliteration C: kifos Beta Code: ki/fos

English (LSJ)

τό, Messen. for στέφανος, Paus.3.26.9. (For σκίφος, cf. σκιφατόμος.)

German (Pape)

[Seite 1443] τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.

Greek (Liddell-Scott)

κίφος: τό, Μεσσην. ἀντὶ στέφανος, Παυσ. 3. 26, 9.

Greek Monolingual

κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος με απώλεια του σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].