Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαθάμιγξ

From LSJ
Revision as of 03:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰθάμιγξ Medium diacritics: ῥαθάμιγξ Low diacritics: ραθάμιγξ Capitals: ΡΑΘΑΜΙΓΞ
Transliteration A: rhatháminx Transliteration B: rhathaminx Transliteration C: rathamigks Beta Code: r(aqa/migc

English (LSJ)

[θᾰ], ιγγος, ἡ,

   A drop, Il.11.536, Hes.Th.183, Pi.Pae.7.9, Zos.Alch.p.175 B.    II of solids, grain, bit, κονίης ῥαθάμιγγες Il.23.502.    III spot, speckle, Opp.C.2.559,3.299.

German (Pape)

[Seite 832] ιγγος, ἡ (ῥαίνω, ῥαθαμίζω), der Tropfen, Il. 11, 536. 20, 501; Hes. Th. 183; – auch von trocknen Dingen, jeder kleine abgerissene Theil, Körnchen, Stäubchen, κονίης ῥαθάμιγγες, Il. 23, 502; Christod. ecphr. 110 heißt es von der Erinna Πιερικῆς ῥαθάμιγγας ἀποσταλάουσα μελίσσης.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰθάμιγξ: [θᾰ], -ιγγος, ἡ, σταγών, ῥανίς, Ἰλ. Λ. 536, Υ. 501, Ἡσ. Θεογ. 183. ΙΙ. ἐπὶ στερεῶν, κόκκος, κονίης ῥαθάμιγγες Ἰλ. Ψ. 502. ― πρβλ. ῥανίς. ― Καθ. Ἡσύχ.: «ῥαθάμιγγες· ῥανίδες, σταγόνες. καὶ ἀπὸ τῶν ἵππων κονιορτός».

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
1 goutte d’eau;
2 grain de poussière qui vole.

English (Slater)

ῥαθάμιγξ
   1 drop χέων ῥαθά[μιγ]γα (supp. Vitelli) (Pae. 7.9)

Greek Monolingual

-ιγγος, ἡ, Α
1. σταγόνα, σταλαγματιά
2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.)
3. κηλίδα, στίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε -ιγξ (πρβλ. στροφάλ-ιγξ) από αμάρτυρο αρχικό τ. ῥαθ-αμός (πρβλ. οὐλ-αμός) απ' όπου και το ρ. ῥαθαμίζω. Ο τ. όμως που παραδίδει ο Ησύχιος «ῥαθμίζεσθαι- ῥαίνεσθαι» οδηγεί πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. ῥαθμός ο οποίος θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. ῥαίνω (πρβλ. βαθμός: βαίνω). Ο Ησύχιος επίσης παραδίδει τους τ.: ῥαθαίνω (σχηματισμένος πιθ. κατά το ῥαίνω) και ῥαθάσσω (πρβλ. σταλάσσω: στάζω)].

Greek Monotonic

ῥᾰθάμιγξ: [θᾰ], -ιγγος, ἡ,
I. σταγόνα, ρανίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. λέγεται για στερεά σώματα, κόκκος, τεμάχιο, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰθάμιγξ: ιγγος (θᾰ) ἡ
1) капля (sc. αἵματος Hom.);
2) пылинка, частица (κονίης ῥαθάμιγγες Hom.).