σηλαγγεύς

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηλαγγεύς Medium diacritics: σηλαγγεύς Low diacritics: σηλαγγεύς Capitals: ΣΗΛΑΓΓΕΥΣ
Transliteration A: sēlangeús Transliteration B: sēlangeus Transliteration C: silaggeys Beta Code: shlaggeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ 11.

Greek (Liddell-Scott)

σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος), ενώ το -η- του τ. κατ' επίδραση του σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)].