στεργάνος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεργάνος Medium diacritics: στεργάνος Low diacritics: στεργάνος Capitals: ΣΤΕΡΓΑΝΟΣ
Transliteration A: stergános Transliteration B: sterganos Transliteration C: sterganos Beta Code: sterga/nos

English (LSJ)

ὁ,= κοπρών, Lat.

   A sterquilinium, Hsch.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, του τ. με τη λ. τάργανον «ξίδι», είναι αμφίβολη].