ἔλυτρον
English (LSJ)
τό, (εἰλύω)
A couering: 1 bow-case, S.Fr.1043 (pl.); sheath of a spear, Ar.Ach.1120; mirror-case, IG2.706Ab13; χοᾶ ἐν ἐ. ib.11 (2).219B76 (Delos, iii B.C.); case of a shield, D.S.20.11 (pl.). 2 sheath of the spinal cord, Hp.Art.45: the shard of a beetle's wing, Arist.HA532a23; shell of a crab, Ael.NA9.43; of the eye-lids, Arist. de An.421b29; of the umbilical cord, Id.HA586b23. 3 husk or capsule of seeds, J.AJ3.7.6; the flowering glume of ζέα δίκοκκος, Dsc. 2.89. 4 the body, as being the case or shell of the soul, Pl.R.588e, Poet. ap. Luc.Demon.44. 5 reservoir for water, Hdt.1.185,4.173, Paus.2.27.7, al.; tank for fish, Palaeph.27. (Cf. Skt. varútram 'cloak', varūtár- 'protector'.) [ῠ Ar.l.c.]
German (Pape)
[Seite 803] τό (ἐλύω), Hülle, Futteral; τὸ ἔξω ἔλυτρον Plat. Rep. IX, 588 e; τοῦ δόρατος Ar. Ach. 1120; τῶν ἀσπίδων D. Sic. 20, 11 u. Sp.; τοῦ ὕδατος, Wasserbehälter, Cisterne, Her. 1, 185; ὑδάτων 4, 173, vgl. 1, 185; – die Flügeldecke der Insekten, Arist. H. A. 4, 7; Poll. 2, 69; die Schale des Krebses, Ael. N. A. 9, 43; Hülfe, Schale von Früchten, Diosc. u. A.; der Körper als Hülle der Seele, Luc. Demon. 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλυτρον: τό, (ἐλύω) = κάλυμμα, περικάλυμμα, ὡς, 1) ἡ θήκη δόρατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1120· τὸ περικάλυμμα ἀσπίδος, Διόδ. 20. 11. 2) τὸ ἐπικάλυμμα τῶν πτερῶν κανθάρου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 4. 12., 4. 7, 8· τὸ ὄστρακον καρκίνου, Αἰλ. π. Ζ. 9. 43· ἐπὶ βλεφάρων Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 12, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 6. 3) τὸ περικάλυμμα σπόρων, Διοσκ. 2. 111. 4) τὸ σῶμα ὡς ὃν τὸ περικάλυμμα τῆς ψυχῆς, Πλάτ. Πολ. 588Ε, ποιητὴς παρὰ Λουκ. ἐν Δημών. 44. 5) μέρος πρὸς συναγωγὴν ὕδατος, δεξαμενή, Ἡρόδ. 1. 185., 4. 173, Παυσ. 2. 27., 7, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. enveloppe, étui, fourreau;
II. p. ext. tout ce qui sert d’enveloppe;
1 le corps considéré comme enveloppe de l’âme;
2 écale de l’écrevisse;
3 réservoir pour l’eau, citerne.
Étymologie: ἐλύω.
Spanish (DGE)
(ἔλῠτρον) -ου, τό
I 1funda, estuche, envoltura frec. de armas preciadas τοῦ δόρατος ... τοὔλυτρον Ar.Ach.1120, cf. S.Fr.1043, μάχαιρα χαλκῆ ἐν ἐλύτρῳ ἐλεφαντίνῳ IG 22.1425.267 (IV a.C.), τὰ τῶν ἀσπίδων ἔλυτρα D.S.20.11, cf. Poll.7.157, κυλιχνὶς ἐν ἐλύτρῳ ξυλίνῳ Ath.Askl.5.35 (IV a.C.), χοᾶ ἐλαηρὸν ἐν ἐλύτρῳ πυθμένα οὐκ ἔχοντα IG 11.219B.76 (Delos III a.C.), cf. Plu.2.665b, ὁ τόνος ... εἰς ἔλυτρον ἐμβληθείς ref. a una máquina, Ph.Bel.72.30, ἔ. τῷ ἀνδριάντι τὸν χρυσοῦν κίονα περιθεῖναι y que, a modo de funda protectora, rodeó la estatua con oro formando una columna para que no se viera el desnudo, Theophilus 1, τὰ πολλὰ τῶν ἄγαν τιμιωτάτων ἐν ἐλύτροις εὐτελέσι καλύπτεται Thdt.Affect.9.2
•fig. envoltura dicho del cuerpo humano τὸ ἔξω ... ἔ. en una imagen del alma en la que lo exterior no deja ver lo interior, Pl.R.588e, cf. Aristid.Quint.66.20, γαῖα λαβ' Ἀδμήτου ἔ. acoge, tierra, la envoltura de Admeto, e.e. el cuerpo poét. en Luc.Demon.44, cf. M.Ant.9.3, Basil.Ep.136.1, ἡ δ' ἀνθρώπου φύσις ... οἷον ἔ. τι τὴν πανουργίαν ἑαυτῇ περιβαλοῦσα Plu.2.562b, τοῦτο τὸ γράμμα ... τῆς τοῦ νομοθέτου γνώμης ἔ. Lib.Decl.43.40
•de la guarida de la serpiente, como una funda o estuche εἰς τὸ χωρῆσαι τὸ σῶμα ὥσπερ ἔ. Sch.Er.Il.22.93a.
2 para líquidos depósito, estanque, cisterna ὤρυσσε ἔ. λίμνῃ excavó un depósito para un lago Hdt.1.185, cf. 4.173, συγκλείων εἰς ἔ. ἰχθῦς Palaeph.27, ἔ. κρήνης, ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεται Paus.2.27.7, cf. Tit.Cam.158.4 (III a.C.), Paus.7.27.4, Procop.Aed.1.11.14.
II usos en cien.
1 anat. parte que recubre, recubrimiento, plu. membranas protectoras ὁ νωτιαῖος οἷσιν ἐλύτρωται ἐλύτροισιν Hp.Art.45, τὰ ὄμματα ... ἔχει ... ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arist.de An.421b29, cf. Poll.2.69, περὶ δὲ τοὺς (τῶν φλεβῶν) ὑμένας ὁ ὀμφαλὸς οἷον ἔ. Arist.HA 586b23, τὸ κάλυμμα τῆς μήτρας, ὃ καλοῦμεν ἔλυτρον Sch.Ar.Th.509D., tb. del huevo Hippiatr.2.19, 22.12.
2 entom. élitro de los insectos τὰ μὲν (ἔντομα) ἔχει ... ἔ. τοῖς πτεροῖς Arist.HA 532a23, cf. PA 682b14, Sud.s.u. κολεόπτερον.
3 zool. caparazón del cangrejo, Ael.NA 9.43, Opp.H.1.303, Cyr.Al.M.68.925B
•concha de caracol marino, Ael.NA 11.21, cf. 12.27
•concha, valva de una ostra, Philostr.VA 3.57, fig. οὐ τῷ ἐλύτρῳ μόνῳ τῶν γραμμάτων καλλωπιζόμενος, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐν τούτοις κεκρυμμένον μαργαρίτην ὑποδεικνύς Thdt.Ep.49.
4 bot. estuche, vaina de una semilla o una flor ὑποτρίβειν τὴν λευκὴν μήκωνα, ἡσυχῇ φώξαντα σὺν τῷ ἐλύτρῳ Dieuch.15.82, περίεισι δ' αὐτὴν (κάλυκα) ἔ. lo rodea (el cáliz) una especie de vaina describiendo una flor, I.AI 3.174, ἐν δυσὶν ἐλύτροις ἔχουσα συνεζευγμένον τὸ σπέρμα Dsc.2.89, cf. Basil.Hex.5.8
•cáscara de nueces o castañas, Philostr.Im.1.31, Alciphr.3.24.2, Sch.Lyc.845b, del piñón, Paus.10.13.3.
Greek Monotonic
ἔλῠτρον: τό (ἐλύω II)·
I. 1. θήκη δόρατος, σε Αριστοφ.
2. το σώμα ως περικάλλυμα της ψυχής, σε Πλάτ. παρά Λουκ.
II. μέρος για συγκέντρωση νερού, δεξαμενή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔλυτρον: τό1) футляр, чехол (τοῦ δόρατος Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.);
2) оболочка, покров (τὰ ὄμματα ἔχει ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ ἔξω ἔ. Plat.);
3) поэт. бренная оболочка, тело (γαῖα, λαβ᾽ Ἀδμήτου ἔ. Luc.);
4) вместилище: ἔ. τοῦ ὕδατος или τῶν ὑδάτων Her. водоем, бассейн;
5) зоол. надкрылье (τὰ κολεόπτερα ἐν ἐλύτρῳ ἔχει τὰ πτερά Arst.).