περιποίησις

Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A keeping safe, preservation, Pl.Def.415c, LXX 2 Ch.14.13(12), Ma.3.17, Ep.Hebr.10.39.    2 concrete, those who are saved, Ep.Eph.1.14.    II gaining possession of, acquisition, 1 Ep.Thess.5.9, 2 Ep.Thess.2.14, PTeb. 317.26 (ii A. D.), Vett.Val.85.16, Just.Edict.13.15 ; procuring, A.D. Synt.294.9.    2 λαὸς εἰς περιποίησιν, = λ. περιούσιος, 1 Ep.Pet.2.9.

German (Pape)

[Seite 588] ἡ, das Erhalten, Erübrigen, Erwerben, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιποίησις: ἡ, ἀσφαλὴς διατήρησις, Ὅρ. Πλάτ. 415C, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΙΔ΄, 13), Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ι΄, 39· ― ἐν τῇ πρὸς Ἐφεσ. α΄, 14, τῆς περιποιήσεως φαίνεται ὅτι εἶναι = τῶν περιποιηθέντων, τῶν διασωθέντων. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τό, κτᾶσθαί τι, κτῆσις, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. ε΄, 9, Β΄, β΄, 14. 2) κτῆσις, κατοχή, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de sauver d’un danger, conservation;
2 acquisition ; possession.
Étymologie: περιποιέω.

English (Strong)

from περιποιέομαι; acquisition (the act or the thing); by extension, preservation: obtain(-ing), peculiar, purchased, possession, saving.

English (Thayer)

(περιρραίνω) (Tdf. περιραίνω, with one rho ῥ; see Rho): perfect passive participle, περιρεραμμενος (cf. Mu); (περί and ῤαίνω to sprinkle); to sprinkle around, besprinkle: ἱμάτιον, passive, Tdf. (others, βεβαμμένον (except WH ῥεραντισμενον, see ῤαντίζω, and their Appendix at the passage)). (Aristophanes, Menander, Philo, Plutarch, others; the Sept..)

Greek Monotonic

περιποίησις: ἡ,
I. ασφαλής διατήρηση, συντήρηση, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. (από Μέσ.), επικερδής κατοχή, απόκτημα, απόκτηση, στο ίδ.
2. κατοχή, κτήση, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιποίησις -εως, ἡ [περιποιέω] redding:. εἰς περιποίησιν ψυχῆς tot redding van de ziel NT Hebr. 10.39. het verkrijgen:. εἰς περιποίησιν σωτηρίας tot verwerving van zaligheid NT 1 Thes. 5.9. eigendom:. λαὸς εἰς περιποίησιν een volk tot eigendom (van God) NT 1 Pet. 2.9.

Russian (Dvoretsky)

περιποίησις: εως ἡ1) сохранение, спасение (σωτηρία π. ἀβλαβής, sc. ἐστιν Plat.; τῆς ψυχῆς NT);
2) получение, приобретение (δόξης NT);
3) достояние, удел NT.