κάρκαρον
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
τό,
A prison, Sophr.147:—also κάρκᾰρος, ὁ, D.S.31.9: indeterm. in Vett.Val.68.26: pl. κάρκαροι, = δεσμοί, and κάρκαρα, = μάνδραι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, das Gefängniß, carcer; D. Sic. ecl. p. 516, 38; Sophron. bei Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
κάρκαρον: τό, εἱρκτή, φυλακή, carcer, «κάρκαρον: τὸ δεσμωτήριον˙ οὕτως Σώφρων» Φώτ.˙ -ὡσαύτως κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... μάνδρα».
Greek Monolingual
κάρκαρον, τὸ (Α)
φυλακή, ειρκτή, δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το άγνωστης ετυμολ. λατ. carcer].
Russian (Dvoretsky)
κάρκαρον: τό (~ лат. carcer) темница (из сикульского) (Тронский)
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: prison; κάρκαροι δεσμοί H., also κάρκαρα, a. o. explained with μάνδραι enclosed space (gloss corrupt) (Sophr. 147).
Other forms: -ος (D. S. 31, 9), -ον or -ος (Vett. Val. 68, 26)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. carcer , s. W.-Hofmann s. v.