καταριγηλός
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ή, όν,
A making one shudder, horrible, λυγρά, τά τ' ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται [κατᾱρ-] Od.14.226.
German (Pape)
[Seite 1374] schauderhaft, verhaßt, im Ggstz von φίλος, Od. 14, 226.
Greek (Liddell-Scott)
καταρῑγηλός: -ή, -όν, ὁ κάμνων τινὰ νὰ αἰσθάνηται ῥῖγος, νὰ «ἀνατριχιάζῃ», τρομερός, φρικτός, λυγρά, τὰ τ’ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται κατᾱρ- ἐν ἄρσει Ὀδ. Ξ. 226˙ ἔνθα ἀντιτίθεται τῷ φίλος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
effrayant, horrible, odieux.
Étymologie: κατά, ῥιγέω.
Greek Monolingual
καταριγηλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥιγηλός (< ῥῖγος)].
Greek Monotonic
καταρῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, τρομερός, φρικτός, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταριγηλός -ή -όν [κατά, ῥιγέω] huiveringwekkend.
Russian (Dvoretsky)
κατᾱρῑγηλός: приводящий в трепет, страшный (λυγρά Hom.).