κόπανο

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM κόπανον)
το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι
νεοελλ.
1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα της πλύσης, ο κόπανος
2. λαϊκή ονομασία του φυτού λάπαθο το πολύχρωμο
μσν.
φρ. «κοπάνου γυμνότερος» — εντελώς απογυμνωμένος, πάμπτωχος
αρχ.
τσεκούρι, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή + επίθημα -αν-ον (πρβλ. έδρ-αν-ον, ξό-αν-ον)].———————— (II)
κόπανο, τὸ (Μ)
είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. copano].