μέρμις
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
ῑθος, ἡ,
A cord, string, rope, Od.10.23, D.S.3.21 (v.l. μέρμινθα): dat. pl. μερμίθαις from μέρμῑθα, Agatharch.47; μερμῑθος, ὁ, Hsch., Zonar. (Cf. μήρινθος.)
German (Pape)
[Seite 135] ιθος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιθι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινθα, vgl. μήρινθος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.
Greek (Liddell-Scott)
μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, σπαρτίον, λεπτὸν σχοινίον, «σπάγγος», Ὀδ. Κ. 23· - δοτ. μερμίθαις ἐξ ὀνομαστ. μέρμιθα, Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 451. 36· μέρμιθος, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέρμιθα, Ζωναρ. 1345. (Σχετίζεται πρὸς τὸ μήρινθος· ἡ ῥίζα εἶναι ἀμφίβολος, Κουρτ. Gr. Et. σ. 543).
French (Bailly abrégé)
ιθος (ἡ) :
fil, cordon.
Étymologie: DELG : ?
Greek Monolingual
μέρμις, -ιθος, ἡ (Α)
βλ. μέρμιθα.
Greek Monotonic
μέρμῑς: -ῑθος, ἡ, χορδή, σπάγγος, σκοινί, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
μέρμῑς: ῑθος ἡ нить, веревка, шнур Hom., Diod.
Frisk Etymological English
-ιθος
Grammatical information: f.
Meaning: band, string (κ 23, D. S. 3, 21), dat. pl. -θαις (Agatharch. 47); acc. sg. -θον (H.), nom. -θος (Zonar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ἕλμις (μέρμινθα v. l. D. S. l. c. like ἕλμινθος etc.), ὄρνις γέλγις a. o. (Schwyzer 510, Chantraine 366). Further analysis unknown; a suffixal -μι- (with θ-enlargement) is possible; broken reduplication may be considered. A primary verb mer- twist, bind (WP. 2, 272 a. Pok. 733) is nowhere attested; cognates have been supposed in μηρύω as well as in βρόχος and μάραθ(ρ)ον (s. vv.), both without further confirmation. For foreign (Pre-Greek) origin Chantraine l.c., Deroy Glotta 35, 191ff. Fur. 289 compares μήρινθος, σμήρινθος string, thread and further σμῆριγξ hair, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι H.