μάμμος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάμμος Medium diacritics: μάμμος Low diacritics: μάμμος Capitals: ΜΑΜΜΟΣ
Transliteration A: mámmos Transliteration B: mammos Transliteration C: mammos Beta Code: ma/mmos

English (LSJ)

οἰκέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].———————— (II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».