ουραίος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο (ΑΜ οὐραῑος, -α, και -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών»)
2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ουραίο
στρ. εξάρτημα του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην ουρά της κάννης και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί τμήμα του κλείστρου
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ οὐραῑος
η ουρά
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ oὐραīoν
α) η ουρά
β) (για ψάρι) το άκρο της ουράς
γ) το ακραίο τμήμα του κόκκυγα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ oὐραīa
α) το τμήμα του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην περιοχή της ουράς τους
β) το ακραίο σημείο μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῑα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῡσιν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].———————— (II)
ο (Α οὐραῑος)
είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο βασιλίσκος.