σιτολόγος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr.295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτολόγος: ὁ, (λέγω) ὁ συλλέγων σῖτον ἢ ζωοτροφίας, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 486b. A, πρβλ. σιταγέρτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collecteur de blé.
Étymologie: σῖτος, λέγω².
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα
αρχ.
ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λόγος].
Greek Monotonic
σιτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει δημητριακά ή ζωοτροφές με επιδρομές.