ἄστολος

From LSJ
Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστολος Medium diacritics: ἄστολος Low diacritics: άστολος Capitals: ΑΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: ástolos Transliteration B: astolos Transliteration C: astolos Beta Code: a)/stolos

English (LSJ)

ον, (στέλλω)

   A ungirded, χιτών S.Fr.872.    2 of Charon's boat, A.Th.857 (lyr.) (ἄστονος cod. M).

German (Pape)

[Seite 376] ungekleidet, Soph. frg. 791; χιτών Plut. Lyc. et Num. 3; – ἄστ. θεωρίς, vom Nachen des Charon, Aesch. Spt. 839, unglücklich abgesendet, das Unglücksschiff, v. l. ἄστονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’est pas une robe;
2 non équipé.
Étymologie: ἀ, στολή ou στέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no cubre todo el cuerpo χιτών S.Fr.872.
2 subst. ὁ ἀ. piedra preciosa semejante a los ojos de los peces, Plin.HN 37.133.

Greek Monolingual

ἄστολος, -ον (Α)
1. (για χιτώνα) ο ξεζωσμένος, ο ανοιχτός
2. (για το πλοίο του Χάρου) το πλοίο της δυστυχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στολή (με τη σημ. 1) και < στόλος (με τη σημ. 2)].

Greek Monotonic

ἄστολος: -ον, άντυτος, ανεφοδίαστος, λέγεται για το πορθμείο του Χάροντα, χρησιμ. με τον ίδιο τρόπο όπως γάμος, ἄγαμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστολος: στέλλω отправленный на беду, т. е. роковой (θεωρίς Aesch. - v. l. к ναύστολος).
στολή не прикрывающий наготы, т. е. слишком короткий (χιτών Soph., Plut.).