ἁλίβρεκτος

From LSJ
Revision as of 16:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίβρεκτος Medium diacritics: ἁλίβρεκτος Low diacritics: αλίβρεκτος Capitals: ΑΛΙΒΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: halíbrektos Transliteration B: halibrektos Transliteration C: alivrektos Beta Code: a(li/brektos

English (LSJ)

ον,

   A washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

German (Pape)

[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mouillé par l’eau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar πρόπους AP 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.

Greek Monolingual

-ον (Α ἁλίβρεκτος)
ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].

Greek Monotonic

ἁλίβρεκτος: -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίβρεκτος: омываемый морем (πέτρου πρόπους Anth.).