παλίνσκιος
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ον,
A shaded over again, thick-shaded, ἐν -σκίῳ Archil.34, Plu.Num.10, cf. Is.Fr.112; π. ἐλαῖαι Arist.HA556a24; ὗλαι Luc.Am. 12; dark, χειμών S.Fr.289:—also πᾰλίσκῐος, ον, ἄντρον h.Merc.6, h.Hom.18.6; ἐν -σκίοις Thphr.HP1.8.1, cf. Od.40; εἰς τὸ π. Max.Tyr. 5.1.
German (Pape)
[Seite 450] = παλίσκιος; χειμών, Soph. frg. 272; Archil. 19 u. sonst als v. l.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνσκιος: -ον, ὁ ὑποσκιαζόμενος ὑπ’ ἄλλου, σύσκιος, σκοτεινός, ζοφώδης, Ἀρχίλ. 30, Σοφ. Ἀποσπ. 272, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 2, κτ.· παλίσκιος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 6, Ὕμν. Ὁμ. 17. 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ π. Μάξιμ. Τύρ. 5. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert d’une ombre épaisse;
2 qui est tout à fait à l’ombre.
Étymologie: πάλιν, σκιά.
Greek Monolingual
παλίνσκιος ή παλίσκιος, -ον (Α)
1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.)
2. σκοτεινός, ζοφερός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον
τόπος που σκιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά.
Greek Monotonic
πᾰλίνσκιος: ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται ξανά από παντού, που έχει πυκνή φυλλωσιά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίνσκιος:
1) покрывающий сплошной или вечной тенью, тенистый (ἐλαῖαι οὐ παλίνσκιοι Arst.; λαγών Plut.);
2) темный, мрачный (χειμών Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίνσκιος -ον [πάλιν, σκιά] schaduwrijk subst. τὸ παλίνσκιον donkere plaats.