χιλιόπαλαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Adv.
A long long ago, Com. word, Ar.Eq.1155.
German (Pape)
[Seite 1356] adv., vor sehr langer Zeit, zur komischen Steigerung gebildet von Ar. Equ. 1151.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόπᾰλαι: ἐπίρρ. χιλιάκις πάλαι, πρὸ ἀναριθμήτων ἐτῶν, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1155.
French (Bailly abrégé)
adv.
il y a mille fois longtemps, il y a très longtemps, il y a mille ans.
Étymologie: χίλιοι, πάλαι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο, πριν από αναρίθμητα έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το χιλι(ο)- + πάλαι.
Greek Monotonic
χῑλιόπᾰλαι: επίρρ., χίλιες φορές πριν από πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια πριν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χῑλιόπᾰλαι: adv. шутл. тысячу раз давно, давным-давно Arph.