κούφισμα

From LSJ
Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούφισμα Medium diacritics: κούφισμα Low diacritics: κούφισμα Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΑ
Transliteration A: koúphisma Transliteration B: kouphisma Transliteration C: koyfisma Beta Code: kou/fisma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., E.Ph.848 (pl.), Plu.2.114c.

German (Pape)

[Seite 1497] τό, das Erleichtern, die Erleichterung, Unterstützung; χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. Phoen. 855; – πρὸς τὰς τύχας, Trost, Plut. Consol. ad Apoll. p. 349.

Greek (Liddell-Scott)

κούφισμα: τό, = κούφισις, Εὐρ. Φοίν. 848. Πλούτ. 2. 114C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

το (AM κούφισμα) κουφίζω (II)]
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι' αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ μικρὸν εἶναι κούφισμα πρὸς τὰς τύχας», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κούφισμα: -ατος, τό = κούφισις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κούφισμα: ατος τό облегчение, утешение, поддержка: χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. ожидать посторонней помощи; κ. πρὸς τὰς τύχας Plut. утешение в превратностях судьбы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κούφισμα -ατος, τό [κουφίζω] verlichting, opluchting.