ἐπικράζω

From LSJ
Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικράζω Medium diacritics: ἐπικράζω Low diacritics: επικράζω Capitals: ΕΠΙΚΡΑΖΩ
Transliteration A: epikrázō Transliteration B: epikrazō Transliteration C: epikrazo Beta Code: e)pikra/zw

English (LSJ)

   A shout to or at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.

German (Pape)

[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.

Greek Monolingual

ἐπικράζω (Α) κράζω
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπικράζω: παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικράζω: вторить или подбодрять криками (ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσιν Luc.).