διαφυγγάνω
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
A = διαφεύγω, Heraclit.86, Th.7.44, Aeschin.3.10, J. AJ19.1.15.
German (Pape)
[Seite 612] = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
διαφυγγάνω: διαφεύγω, Θουκ. 7. 44, Αἰσχίν. 55. 13.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. διαφεύγω.
Étymologie: διά, φυγγάνω.
Spanish (DGE)
1 intr. huir, escapar ἡ δὲ νοῦσος θανασίμη, καὶ παῦροι διαφυγγάνουσι Hp.Int.10, c. giro prep. διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων Aeschin.3.10, ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανον Th.7.44.
2 tr. huir, eludir c. ac. οὐ διαφυγγάνει ... τό τε εἰς τὴν ἔρευναν ἀκριβές no elude la búsqueda minuciosa I.AI 19.126, τὸν θάνατον Eutecnius Th.Par.44.17, c. inf. τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι la mayor parte de lo que concierne a la divinidad ... escapa al conocimiento Heraclit.B 86.
Greek Monolingual
διαφυγγάνω (Α)
1. διαφεύγω, ξεφεύγω
2. διαφεύγω την προσοχή κάποιου.
Greek Monotonic
διαφυγγάνω: = δια-φεύγω, σε Θουκ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
διαφυγγάνω: Thuc., Aeschin. = διαφεύγω.