ἀναμηρυκάομαι
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
or ἀναμᾱρ-,
A chew the cud, Ath.9.390f, Luc.Gall. 8.
German (Pape)
[Seite 198] wiederkäuen, Luc. Gall. 8; vgl. Alex. Mynd. Ath. 390 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμηρυκάομαι: ἢ ἀναμᾱρ-, ἀποθ., ἀναμασῶμαι, κοιν. «μαρκιῶμαι», Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 390F, Λουκ. Ἀλεκτρ. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ruminer.
Étymologie: ἀνά, μηρυκάομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀναμαρυκῶμαι Luc.Gall.8
rumiar τὴν τροφήν Alex.Mynd. en Ath.390f, τῇ μνήμῃ τὰ βεβρωμένα Luc.l.c.
Greek Monotonic
ἀναμηρυκάομαι: ή ἀναμᾱρ-, αποθ., αναμασώ τροφή, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμηρῠκάομαι: v. l. = ἀναμαρυκάομαι.