ἀξιοθέατος

From LSJ
Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοθέᾱτος Medium diacritics: ἀξιοθέατος Low diacritics: αξιοθέατος Capitals: ΑΞΙΟΘΕΑΤΟΣ
Transliteration A: axiothéatos Transliteration B: axiotheatos Transliteration C: aksiotheatos Beta Code: a)cioqe/atos

English (LSJ)

Ion. ἀξιοθέητος, ον,

   A well worth seeing, Hdt.1.14,184, al., X.Smp.1.10, Corn.ND17: Comp. -ότερος Plu. Demetr.43: Sup. -ότατος Hdt.2.176, X.Lac.4.2.

German (Pape)

[Seite 269] ion. ἀξιοθέητος, sehenswerth, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung werth, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοθέᾱτος: Ἰων. -ητος, ον, ἄξιος θέας, Ἡρόδ. 1. 14, 184, κ. ἀλλ., Ξεν. Συμπ. 1. 10: ― Συγκρ. -ότερος Πλουτ. Δημήτρ. 43. Ὑπερθ. -ότατος Ἡρόδ. 2. 176, Ξεν. Λακ. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être examiné ou contemplé.
Étymologie: ἄξιος, θεάομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): jón. ἀξιοθέητος Hdt.1.14
digno de ser contemplado θρόνος Hdt.l.c., χῶμα Hdt.1.184, ἔργα τὸ μέγαθος ἀ. Hdt.2.176, οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι X.Smp.1.10, Καλλίας ib., ἀγών X.Lac.4.2, δύναμις Corn.ND 17, ἔργον Plu.Demetr.43, κάλλος Aristaenet.1.12.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοθέατος κ. ιων. -ητος, -ον)
άξιος θέας, αξιοπαρατήρητος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αξιοθέατα
αυτά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε έναν τόπο, τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θεατός < θεώμαι].

Greek Monotonic

ἀξιοθέᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, άξιος προς θέαση, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοθέᾱτος: ион. ἀξιοθέητος 2 заслуживающий внимания, достопримечательный (ἔργα Her., Xen., Plut.; θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα Xen.; ἀνήρ Plut.).