ἀπολογισμός

From LSJ
Revision as of 20:25, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολογισμός Medium diacritics: ἀπολογισμός Low diacritics: απολογισμός Capitals: ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: apologismós Transliteration B: apologismos Transliteration C: apologismos Beta Code: a)pologismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A giving account, statement of reasons, etc., v.l. in Aeschin.3.247, Plb.10.11.5.    2 account kept, record, ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33; ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι Klio18.276 (Delph., ii B. C.), cf. Plu.Per.23, POxy.297.5 (i A. D.): in pl., Plu.2.822e.    3 narration, Plb.10.21.8.    4 = ἀπολογία, Zeno Stoic.1.55; τοῦ βίου, τῶν πράξεων, Plu.2.726b, Sull.34.

German (Pape)

[Seite 313] ὁ, das Rechnungführen, Rechnungablegen, Sp.; Rechnung, Luc. Dem. enc. 33; Rechtfertigung, Aesch. 3, 247; Cic. Att. 16, 7. Bei Pol. Darlegung, Auseinandersetzung, ὁ κεφαλαιώδης τῶν πράξεων ἀπ. 10, 24; ποιεῖσθαι περί τινος 3, 11. 4, 85; ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος, Gründe anführen, 9, 25. 10, 24 u. oft, wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολογισμός: ὁ, τὸ ἀπολογίζεσθαι, τὸ διδόναι λόγον, Αἰσχίν. 89. 8, Πολύβ. 10. 11, 5. 2) λογαριασμός, σημείωσις λογαριασμοῦ, ἀναλωμάτων Λουκ. Δημοσθ. 33, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3598. 33. 3) λεπτομερὴς διήγησις, Πολύβ. 10. 24, 8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compte que l’on rend (de qch).
Étymologie: ἀπολογίζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
A I1rendición de cuentas τῶν ἐμῶν ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33, τῆς στρατηγίας Plu.Per.23, ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι FD 3.146.11 (II a.C.), τοῦ ἐδάφους catastro, PTeb.30.25 (II a.C.).
2 lista, relación τῶν [π] ρ[ο] βάτων POxy.297.5 (I d.C.), ἀρνίω(ν) PSarap.52.65 (II d.C.), ἀφηλίκων PMich.603.9 (II d.C.).
II exposición de razones τὴν ψῆφον φέρετε, εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν ... οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν emitid el voto de modo que os podáis justificar ante los ciudadanos que no están aquí Aeschin.3.247, πρὸς τοὺς Ῥοδίους Plb.15.23.2, ὑπὲρ ἑκάστου τῶν προειρημένων Plb.10.21.5
plu. argumentos Plb.10.11.5, περὶ τῶν ἐγκαλουμένων Plb.4.14.7, περὶ τῆς ἰδίας αἱρέσεως Plb.24.12.1, ἀπολογισμοὺς ποιήσασθαι ofrecer argumentos Plb.3.11.4.
III defensa, argumento καθῆκόν φασιν εἶναι ὃ πραχθὲν εὔλογόν [τε] ἴσχει ἀπολογισμόν Zeno Stoic.1.55 (= 3.134), τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον ἀπολογισμὸν προφερόμεναι Clem.Al.Paed.2.12.119, c. gen. τοῦ βίου Plu.2.726b, τῶν πράξεων Plu.Sull.34, τὸν ἀπολογισμὸν ὑποσχεῖν τοῦ μή ... Eus.PE 10.4.31
c. prep. ὑπὲρ ὧν ᾐτιάζετο D.C.41.1.3.
B argumento del que el adversario no puede hacer uso Charis 285.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπολογισμός)
νεοελλ.
1. απόδοση λεπτομερούς λογαριασμού ορισμένης διαχείρισης
2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική παρουσίαση
αρχ.
1. διήγηση, έκθεση
2. απολογία.

Greek Monotonic

ἀπολογισμός: ὁ,
1. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία, σε Αισχίν.
2. υπολογισμός που έχει κρατηθεί σε γραπτή μορφή, καταγραφή, το αρχείο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολογισμός:
1) отчет (Aeschin., Polyb.; ἀπολογισμὸν τῶν πράξεων ποιεῖσθαι Plut.);
2) оправдание; объяснение, обоснование (ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος Polyb.);
3) изложение, сообщение (τινος и περί τινος Polyb.).