ἀποπεράω

Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A carry over, Plu.Pomp.62, Mar.37,al.

German (Pape)

[Seite 318] übersetzen, Plut. Pomp. 62 Mar. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπεράω: μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, εἰς τὴν ἀπέναντι ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traverser.
Étymologie: ἀπό, περάω.

Spanish (DGE)

atravesarεἰς τὴν ἄντικρυς νῆσον Plu.Mar.37, cf. Pomp.62.

Greek Monotonic

ἀποπεράω: μέλ. -άσω, Ιων. -ήσω, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην απέναντι ξηρά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπεράω: переправляться (εἰς τὴν ἀντικρὺ νῆσον Plut.).