ἀφιππάζομαι
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
aor.
A -ασάμην Hld.7.29, etc.:—ride off or away, Plb. 29.6.18, Str.7.2.1, J.AJ14.13.5, Plu.Aem.19, Luc.Tox.50.
German (Pape)
[Seite 412] davon reiten, aor. med., pol. 29, 6; Plut. Alex. 30; Luc. Tox. 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιππάζομαι: ἀόρ. -ασάμην Ἡλιόδ. 7. 29. Ἀποθ. ― Ἀφιππεύω, ἀπέρχομαι ἔφιππος, Πολύβ. 29. 6, 16, Πλουτ. Αἰμίλ. 19.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφιππάσομαι, ao. ἀφιππασάμην;
s’éloigner à cheval.
Étymologie: ἀπό, ἱππάζομαι.
Spanish (DGE)
irse a caballo c. rég. prep. εἰς πόλιν Plb.29.18.1, Plu.Aem.19, εἰς Σελεύκιαν I.AI 18.49, ἐς τὴν Σκυθίαν Luc.Tox.50, ἐπὶ τὰ Λοκρῶν ὄρη Hld.4.18.1, ὡς τὸν Ὀροονδάτην Hld.7.29.2, sin rég. φησὶ γὰρ τοὺς ἱππέας ... ἀφιππάσασθαι Str.7.2.1, ἐκεῖνοι γὰρ ἔμελλον ῥᾳδίως ἀφιππάζεσθαι Polyaen.6.38.9, cf. I.AI 14.345.
Greek Monolingual
ἀφιππάζομαι (Α) ιππάζομαι
φεύγω έφιππος.
Greek Monotonic
ἀφιππάζομαι: αποθ., απομακρύνομαι ή φεύγω έφιππος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιππάζομαι: уезжать верхом (на лошади) Polyb., Plut., Luc.