ἀφανδάνω

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφανδάνω Medium diacritics: ἀφανδάνω Low diacritics: αφανδάνω Capitals: ΑΦΑΝΔΑΝΩ
Transliteration A: aphandánō Transliteration B: aphandanō Transliteration C: afandano Beta Code: a)fanda/nw

English (LSJ)

Ion. aor. inf.

   A ἀπαδεῖν Hdt.2.129:—displease, not to please, εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387; σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ S.Ant.501.

German (Pape)

[Seite 407] (s. ἁνδάνω), mißfallen, praes. Od. 16, 387; Soph. Ant. 497; – aor. ion. ἀπαδεῖν, Her. 2, 129.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφανδάνω: μέλλ. ἀφαδήσω· Ἰων. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀπαδεῖν Ἡρόδ. 2. 129: - ἀπαρέσκω, δυσαρεστῶ, εἰ δ’ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Ὀδ. Π. 387· σοί τἄμ’ ἀφανδάνοντ’ ἔφυ Σοφ. Ἀντ. 501.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et inf. ao.2 ion. ἀπαδεῖν;
déplaire, n’être pas agréable à, τινι.
Étymologie: ἀπό, ἁνδάνω.

English (Autenrieth)

displease; μῦθος ἀφανδάνει, Od. 16.387†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. jón. ἀπαδεῖν Hdt.2.129]
desagradar, disgustar εἰ δ' ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει Od.16.387, τῷ τὰ ... τοῦ πατρὸς ἔργα ἀπαδεῖν Hdt.l.c., σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ para ti mis palabras son de por sí desagradables S.Ant.501.

Greek Monolingual

ἀφανδάνω (Α)
δεν προκαλώ ευχαρίστηση, δυσαρεστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + ανδάνω «είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ»].

Greek Monotonic

ἀφανδάνω: μέλ. -αδήσω, Ιων., απαρ. αορ. βʹ ἀπαρδεῖν· στενοχωρώ, δυσαρεστώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφανδάνω: (ион. inf. aor. 2 ἀπαδεῖν) не нравиться Hom., Her., Soph.