Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσμήχανος

From LSJ
Revision as of 19:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήχᾰνος Medium diacritics: δυσμήχανος Low diacritics: δυσμήχανος Capitals: ΔΥΣΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: dysmḗchanos Transliteration B: dysmēchanos Transliteration C: dysmichanos Beta Code: dusmh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A hard to effect, Epimen. ap. D.L.1.113; difficult, Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.Fr.35.7; prob. f.l. for δύσμαχον, J.BJ4.1.2.    II Act., at a loss, πρός τι Them.Or. 10.137b.    III devising ill, Nonn.D.44.210; δόλος ib.35.273; also, ill-devised, wicked, ἔργον Opp.H.3.404.

German (Pape)

[Seite 684] 1) schwer auszuführen, schwierig; δ. ἔργον ἀνύσσαι Opp. H. 3, 404, u. a. Sp. – 2) bei Themist. = der sich nicht zu rathen weiß, rathlos, πρός τι.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήχᾰνος: -ον, δυσκατόρθωτος, δυσεκτέλεστος, Ἐπιμεν. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113, Ὀππ. Ἁλ. 3. 404. ΙΙ. ἐνεργ., ἐν ἀπορίᾳ εὑρισκόμενος, ἀπορῶν, Θεμιστλ 137Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à accomplir;
2 embarrassé, dépourvu de ressources.
Étymologie: δυσ-, μηχανή.

Spanish (DGE)

(δυσμήχᾰνος) -ον

• Alolema(s): dór. δυσμά- Epimenid. en D.L.1.113
I 1difícil en neutr. y c. εἰμί: δυσμάχανον γὰρ ἀνθρώπως ἐλευθεριάξαντας ἐν τεθμοῖς ἀρίστοις δούλως ἦμεν es duro que hombres educados en la libertad bajo las mejores leyes sean esclavos Epimenid.l.c., c. inf. φάσσας δ' ἑλεῖν ἐστι δυσμηχανώτατον D.P.Au.3.12
gener. Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.35.7, ἄγρη Opp.H.2.166.
2 malévolo δυσμήχανον ἔργον ἀνύσσαι Opp.H.3.404, Ἥρη Nonn.D.44.210, cf. 48.882, δόλος Nonn.D.35.273.
3 de una ciudad difícil de tomar, inexpugnable I.BI 4.9.
II sólo de pers. que tiene dificultad para actuar, impotente ὁ βασιλεὺς οὔτε πρὸς τὴν φύσιν τοῦ τόπου δ. ἦν Them.Or.10.137b.

Greek Monolingual

δυσμήχανος, -ον (Α)
1. δυσκατόρθωτος
2. αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία, σε αμηχανία.

Greek Monotonic

δυσμήχᾰνος: -ον (μηχανή), δύσκολος να πραγματοποιηθεί, δυσκατόρθωτος, δυσεκτέλεστος.

Russian (Dvoretsky)

δυσμήχᾰνος: дор. δυσμάχᾰνος 2 (ᾱ) трудно исполнимый, трудный Epimenides ap. Diog. L.