ἐλασίβροντος

From LSJ
Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰσίβροντος Medium diacritics: ἐλασίβροντος Low diacritics: ελασίβροντος Capitals: ΕΛΑΣΙΒΡΟΝΤΟΣ
Transliteration A: elasíbrontos Transliteration B: elasibrontos Transliteration C: elasivrontos Beta Code: e)lasi/brontos

English (LSJ)

ον,

   A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς).    II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.

German (Pape)

[Seite 789] Donner schleudernd; ἔπη Ar. Equ. 625, nach den Schol. aus Pind., dem Böckh frg. 108 den voc. ἐλασίβροντα zuschreibt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσίβροντος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων βροντάς, ἐλασίβροντε παῖ Ρέας Πινδ. Ἀποσπ. 108. ΙΙ. ὁ ὥσπερ ὑπὸ βροντῆς ἐλαυνόμενος, ἐλασίβροντ’ ἀναρρηγνὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 626.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui lance le tonnerre;
2 lancé comme le tonnerre.
Étymologie: ἐλάω, βροντή.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰσίβροντος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que avanza o estalla como un trueno fig. cóm. ἐλασίβροντ' ἀναρρηγνὺς ἔπη rompiendo en palabras atronadoras Ar.Eq.626, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐλασίβροντος, -ον (Α)
1. αυτός που εξακοντίζει βροντές
2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.

Greek Monotonic

ἐλᾰσίβροντος: -ον, (ἐλαύνω, βροντή), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν βροντή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσίβροντος: 1) мечущий громы (παῖς Ῥέας Pind.);
2) подобный грому, громовой (ἔπη Arph.).