ἑρκίον

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκίον Medium diacritics: ἑρκίον Low diacritics: ερκίον Capitals: ΕΡΚΙΟΝ
Transliteration A: herkíon Transliteration B: herkion Transliteration C: erkion Beta Code: e(rki/on

English (LSJ)

τό,

   A fence, enclosure, αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102 ; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53 ; later, dwelling, A.R.2.1073.

German (Pape)

[Seite 1031] τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v. l. ἑρκίου vorzuziehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκίον: τό, περίφραγμα, φραγμός, περίβολος, ἑρκίον αὐλῆς Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Σ. 102· παρὰ μεταγεν., κατοικία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1074, πρβλ. Θεόφρ. περὶ Σημ. 53. (Ἐκ του ἕρκος· ὑποκορ. δὲ μόνον κατὰ τύπον). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑρκίον· κύκλος αὐλῆς. οἰκία. τειχίδιον στεφάνη δώματος».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
clôture, mur de clôture.
Étymologie: dim. de ἕρκος.

English (Autenrieth)

(ἕρκος): wall or hedge of the court-yard; αὐλῆς, Ι , Od. 18.102.

Greek Monolingual

ἑρκίον, τὸ (Α) έρκος
1. ο περίβολος, το περίφραγμα της αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο
2. η κατοικία.

Greek Monotonic

ἑρκίον: τό (ἕρκος), περίφραξη, περίβολος, αυλόγυρος, σε Όμηρ.