ἐπισταλάζω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
A = ἐπιστάζω, τι ἐπί τι Mnesith. ap. Orib.inc.15.11:— also ἐπισταθμ-στᾰλάω, drop over, ἱδρὼς . . στῆθος ἐ. AP9.322 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 982] (s. σταλάζω), = ἐπιστάζω, Luc. Epist. Sat. 31 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισταλάζω: ἐπιστάζω, τί τινι Λουκ. Ἐπιστολ. Κρον. 31· ὡσαύτως ἐπισταλάω, στάζω ἐπάνω εἴς τι, ἱδρώς... στῆθος ἐπ. Ἀνθ. Π. 9. 322.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπιστάζω.
Étymologie: ἐπί, σταλάζω.
Greek Monolingual
ἐπισταλάζω (AM)
επιστάζω.
Greek Monotonic
ἐπιστᾰλάζω: μέλ. -ξω, στάζω επάνω σε κάτι, τί τινι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστᾰλάζω: Luc. = ἐπιστάζω.