ἡβητήριον

From LSJ
Revision as of 21:26, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητήριον Medium diacritics: ἡβητήριον Low diacritics: ηβητήριον Capitals: ΗΒΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hēbētḗrion Transliteration B: hēbētērion Transliteration C: ivitirion Beta Code: h(bhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A a place where young people meet, for exercise and amusement, Plu.Pomp.40,53, Ath.10.425e, D.C.61.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, Versammlungsort junger Leute, gew. der Vergnügungsort, Lustort, Plut. Pomp. 40. 53; Ath. X, 438 b (Her. hat dafür ἐνηβητήριον), der auch ibd. 425 e bemerkt, daß die συμπόσια so genannt werden; aber auch zu wissenschaftlichen Uebungen, παιδευτήριον, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητήριον: τό, τόπος ἔνθα νέοι συνερχόμενοι ἤσθιον, ἔπινον, ἠσκοῦντο καὶ διεσκέδαζον, Πλούτ. Πομπ. 40. 53, πρβλ. Ἀθήν. 425E, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.
Étymologie: ἡβάω.

Greek Monolingual

ἡβητήριον, τὸ (Α) ηβητήρ
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι
2. συμπόσιο.

Greek Monotonic

ἡβητήριον: τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡβητήριον: τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut.